- κράδος
- κράδος, ὁ (Α)1. νόσος τών φυτών, και ιδίως τής συκιάς, που μαυρίζει τα κλαδιά τους («καλεῑται δὲ σφακελισμὸς μέν, ὅταν αἱ ῥίζαι μελανθῶσικράδος δέ, ὅταν οἱ κλάδοι», Θεόφρ.)2. κλάδος.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κράδη, μτγν. και σπάνιος].
Dictionary of Greek. 2013.